ὀνυμάζω

ὀνυμάζω
ὀνῠμάζω (impf. ὀνύμαζε v. l.: aor. ὀνύμαξεν, ὠνύμασεν: med. fut. pro act., ὀνυμάξεαι: pass. aor. ὀνύμασθεν.)
1 name

κτισσάσθαν λίθινον γόνον· λαοὶ δ' ὀνύμασθεν O. 9.46

τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον (ὀνύμαξε v. l.: v. Fraenkel on Ag. 681) P. 2.44 ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; (Boeckh: ὀνυμάξαι codd.: ὀνυμάξομαι byz. et Σ, ut vid.) P. 7.6

θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας, Ἰσμήνιον δ ὀνύμαξεν P. 11.6

ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (Mommsen: ὠνόμασεν)) P. 12.23

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ονυμάζω — ὀνυμάζω (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ονομάζω …   Dictionary of Greek

  • κατονόμαξις — κατονόμαξις, άξεως, ἡ (Α) (δωρ. τ. τού κατονομασία) η κατονομασία, το να δηλωθεί το όνομα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ ονομάζω, πρβλ. αόρ. ονυμάξαι τού δωρ. τ. ονυμάζω] …   Dictionary of Greek

  • ονομάζω — (Α ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) [όνομα] 1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω 3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω 4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τόν ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”